μυστιλᾶσθαι

μυστιλᾶσθαι
μυστῑλᾶσθαι , μυστιλάομαι
sop bread in soup
pres inf mp

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μυστάλμης — μυστάλμης, ὁ (Α) αυτός που ζει ευτελώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρ. μυστ ιλ ῶμαι «βουτώ ψωμί σε ζωμό και τρώω» (< μυστ ίλη* «τεμάχιο άρτου») + ἅλμη «θαλασσινό, αλμυρό νερό». Ο Ευστάθιος γράφει στα σχόλια στην Οδύσσεια τού Ομήρου «μυστάλμην ἐκ τοῦ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”